- ζαπότης
- ζαπότης, ο (Α)(κατά τον Ησύχ.) μέθυσος, πολυπότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα-* + πότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαπότην — ζαπότης toper masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)